- χαρτζβουργίτης
- ο, Ν(πετρογρ.) βλ. χαρτσβουργίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτσβουργίτης — και χαρτζβουργίτης, ο, Ν (πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα που ανήκει στην ομάδα τών περιδοτιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. harzburgite < γερμ. Harzburģit < Harzburg, περιοχή τής Γερμανίας] … Dictionary of Greek